ανακόλουθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακόλουθα < ανακόλουθος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανακόλουθα
- με τρόπο που δεν φανερώνει ειρμό, συνέπεια, με αντιφατικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακόλουθα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανακόλουθα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αν ανακόλουθο