ανακόντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακόντα < (άμεσο δάνειο) αγγλική anaconda < σιναλεζικά හෙනකඳයා (μεγαλόσωμος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈkon.da/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακόντα θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακόντα