ανακύκλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ανακύκλωση | ανακυκλώσεις |
γενική | ανακύκλωσης & ανακυκλώσεως |
ανακυκλώσεων |
αιτιατική | ανακύκλωση | ανακυκλώσεις |
κλητική | ανακύκλωση | ανακυκλώσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακύκλωση < ελληνιστική κοινή ἀνακύκλωσις < ἀνά + κύκλος ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) recycling)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακύκλωση θηλυκό
- η διαδικασία επαναχρησιμοποίησης διάφορων υλικών αγαθών
- ανακύκληση
- επιστροφή