Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανακύπτει

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανακύπτει

  • γʹ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος ανακύπτω