ανακύψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
ανακύψιμος, -η, -ο < ανάκυψη + -ιμος, -ιμη, -ιμο
Επίθετο[επεξεργασία]
ανακύψιμος (el)
- που μπορεί να ανακύψει, να προέλθει από σύνθεση συστατικών
- που προκύπτει από (πιο ορθά: ανακύπτων) ή συμβάλλει στην ανάκυψη (πιο ορθά: συστατικό της ανάκυψης) (πχ. ιδιότητα, αναδιοργάνωση, συμμετρία, αρμονία κτλ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : ανακύψιμος: emergeable (en), Σημειώσεις: (ανακύπτων: emergent (en))