ανακύψιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακύψιμος η ανακύψιμη το ανακύψιμο
      γενική του ανακύψιμου της ανακύψιμης του ανακύψιμου
    αιτιατική τον ανακύψιμο την ανακύψιμη το ανακύψιμο
     κλητική ανακύψιμε ανακύψιμη ανακύψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακύψιμοι οι ανακύψιμες τα ανακύψιμα
      γενική των ανακύψιμων των ανακύψιμων των ανακύψιμων
    αιτιατική τους ανακύψιμους τις ανακύψιμες τα ανακύψιμα
     κλητική ανακύψιμοι ανακύψιμες ανακύψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ανακύψιμος, , -ο < ανάκυψη + -ιμος, -ιμη, -ιμο

Επίθετο[επεξεργασία]

ανακύψιμος (el)

  1. που μπορεί να ανακύψει, να προέλθει από σύνθεση συστατικών
  2. που προκύπτει από (πιο ορθά: ανακύπτων) ή συμβάλλει στην ανάκυψη (πιο ορθά: συστατικό της ανάκυψης) (πχ. ιδιότητα, αναδιοργάνωση, συμμετρία, αρμονία κτλ.)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]