αναλωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλωθείς
αναλωθέντας
η αναλωθείσα το αναλωθέν
      γενική του αναλωθέντος
αναλωθέντα
της αναλωθείσας
αναλωθείσης*
του αναλωθέντος
    αιτιατική τον αναλωθέντα την αναλωθείσα το αναλωθέν
     κλητική αναλωθείς
αναλωθέντα
αναλωθείσα αναλωθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλωθέντες οι αναλωθείσες τα αναλωθέντα
      γενική των αναλωθέντων των αναλωθεισών των αναλωθέντων
    αιτιατική τους αναλωθέντες τις αναλωθείσες τα αναλωθέντα
     κλητική αναλωθέντες αναλωθείσες αναλωθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναλωθείς < ἀναλωθείς < μετοχή παθητικού αορίστου των ἀναλόω και ἀναλίσκω

Μετοχή[επεξεργασία]

αναλωθείς

  1. που ξοδεύτηκε, αναλώθηκε, δαπανήθηκε, που έγινε πλήρης χρήση του
    οι αναλωθείσες ποσότητες καυσίμων, κιλοβατώρες, πρώτες ύλες
    τα αναλωθέντα φυσίγγια, υλικά κ.λπ.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναλωθείς

  1. (να, ας ...) β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλώνομαι
  2. θα αναλωθείς: β΄ ενικό μέλλοντα του ρήματος αναλώνομαι