αναμάρτητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμάρτητα < αναμάρτητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αναμάρτητα και αναμαρτήτως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]