αναμεμειγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναμεμειγμένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμεμειγμένος η αναμεμειγμένη το αναμεμειγμένο
      γενική του αναμεμειγμένου της αναμεμειγμένης του αναμεμειγμένου
    αιτιατική τον αναμεμειγμένο την αναμεμειγμένη το αναμεμειγμένο
     κλητική αναμεμειγμένε αναμεμειγμένη αναμεμειγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμεμειγμένοι οι αναμεμειγμένες τα αναμεμειγμένα
      γενική των αναμεμειγμένων των αναμεμειγμένων των αναμεμειγμένων
    αιτιατική τους αναμεμειγμένους τις αναμεμειγμένες τα αναμεμειγμένα
     κλητική αναμεμειγμένοι αναμεμειγμένες αναμεμειγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμεμειγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμεμειγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀναμείγνυμι [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.me.miɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐με‐μειγ‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: α‐να‐με‐μει‐γμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

αναμεμειγμένος, -η, -ο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • αναμεμιγμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

επίσης δείτε:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]