αναμεταδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμεταδίδω < ανα- + μεταδίδω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retransmettre)

Ρήμα[επεξεργασία]

αναμεταδίδω (παθητική φωνή: αναμεταδίδομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]