αναμορφώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναμορφώτρια < αναμορφωτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναμορφώτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αναμορφωτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναμορφώτρια
|