αναμόχλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναμόχλευση | οι | αναμοχλεύσεις |
γενική | της | αναμόχλευσης* | των | αναμοχλεύσεων |
αιτιατική | την | αναμόχλευση | τις | αναμοχλεύσεις |
κλητική | αναμόχλευση | αναμοχλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμοχλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναμόχλευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναμόχλευσις (διατάραξη) < ἀναμοχλεύω [1] < ἀνά + μοχλός, μόχλευσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναμόχλευση θηλυκό
- (μεταφορικά) η ενέργεια του αναμοχλεύω, η επαναφορά στην επιφάνεια παλιών και ξεχασμένων παθών, ιστοριών, αναζωπύρωση, αναθέρμανση
- ※ Ξεκαθάρισε ότι μέσα στο Μάιο θα γίνει αναμόχλευση της ελληνικής οικονομίας με το άνοιγμα του τουρισμού ενώ δεν άφησε περιθώρια για διαφορετικές προσεγγίσεις σε όσους του ζήτησαν ικανοποίηση αιτημάτων. (Πρωινά Νέα, 24-03-2021, @proinanea.gr, συντάκτης: Έλενα Στάμου).
- (σπάνιο)(κυριολεκτικά) ανάδευση, ανακάτωμα του εδάφους με γεωργικό εργαλείο
- ※ Το δεύτερο μήνα έγινε επιλογή του ροδόκηπου με την οριοθέτησή του. Καθαρίστηκε από την αυτοφυή βλάστηση. Πραγματοποιήθηκε αναμόχλευση του εδάφους, απομακρύνθηκαν οι πέτρες από το χώρο και ανατέθηκε σε μαθητή να κάνει το σχέδιο του ροδώνα. ([1], Περιβαλλοντική παρέμβαση «Ο κήπος μας ?», ημερομηνία ανάκτησης: 17-05-2023)
- ※ Χαρακτηριστικό για τη στρωματογραφία της θέσης είναι η απουσία στείρων στρωμάτων μεταξύ των επιχώσεων των διαφορετικών περιόδων κατοίκησης του χώρου και η διαταραχή των αρχαιότερων από τις νεότερες κατασκευές και τα ορύγματα. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι νεότεροι λάκκοι είχαν διανοιχθεί στις επιχώσεις παλαιότερων, με αποτέλεσμα την αναμόχλευση των καταλοίπων και την αδυναμία του στρωματογραφικού διαχωρισμού των ευρημάτων. (Ανασκαφή προϊστορικού οικισμού και εγκατάστασης των ρωμαϊκών χρόνων στην ανατολική όχθη της λίμνης Κορώνεια στη λεκάνη του Λαγκαδά, @culture.gov.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 17-05-2023)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναμόχλευση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αναμόχλευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναμόχλευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αναμόχλευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)