ανανογιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανανογιέμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ανανογιέμαι, πρτ.: ανανογιόμουν, στ.μέλλ.: θα ανανοηθώ, αόρ.: ανανοήθηκα

  1. αναλογίζομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι
    Μα ανανοήθηκε πως η φωτιά θα φαινόταν από μακριά κι άφησε τον καπνό να του πέσει από τα χέρια. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)
    • σκέφτομαι, μου 'ρχεται στο μυαλό, θυμάμαι κάτι, π.χ. μια υποχρέωση
      Κ' η Μαργαρίτα ανανοήθηκε πως έπρεπε να ετοιμάσει το δειλινό του δουλευτή της κ' εμπήκε στο καλύβι. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]