ανανογιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανανογιέμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ανανογιέμαι, πρτ.: ανανογιόμουν, στ.μέλλ.: θα ανανοηθώ, αόρ.: ανανοήθηκα
- αναλογίζομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι
- Μα ανανοήθηκε πως η φωτιά θα φαινόταν από μακριά κι άφησε τον καπνό να του πέσει από τα χέρια. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανανογιέμαι
|