αναντίλεκτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αναντίλεκτος -η, -ο
- που δεν επιδέχεται αντιλογία ή αντίρρηση, αναμφισβήτητος, ακριβής, σωστός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναντίλεκτος