αναντίρρητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναντίρρητα < αναντίρρητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναντίρρητα
- χωρίς κανείς να φέρνει αντίρρηση
- η χώρα μας έχει αναντίρρητα έναν πανάρχαιο και αξιόλογο πολιτισμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναντίρρητα