αναντίρρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναντίρρητος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.nanˈdi.ɾi.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αναντίρρητος -η -ο
- σχετικά με τον οποίο δεν μπορείς να φέρεις αντίρρηση, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναντίρρητος