αναντικατάστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναντικατάστατος < αν- + αντικαθιστώ + -τός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναντικατάστατος, -η, -ο
- (για πράγματα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί
- (για πρόσωπα) που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που έχει την ίδια αξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναντικατάστατος