αναξιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναξιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή άναξιότης από την αιτιατική σε -ητα < αρχαία ελληνική άνάξιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναξιότητα θηλυκό
- αναξιοσύνη, η ιδιότητα προσώπου που δεν έχει την προσήκουσα αξία, που είναι γενικά ή ειδικά ανάξιος
- ↪ η αναξιότητα των πολιτικών
- ↪ Η αναξιότητα που αισθάνεται με ταπεινότητα ο πιστός μιας θρησκείας.
- ↪ Η αναξιότητα του κληρονόμου που τον έχουν αποκληρώσει, κηρύσσεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση από το αρμόδιο δικαστήριο... (όρος κληρονομική αναξιότητα)
- ↪ Το Νοέμβριο του 1944 διαμορφώθηκε το ιδιότυπο αδίκημα της εθνικής αναξιότητας για όσους συνεργάσθηκαν με τον εχθρό προκειμένου να δοθεί στις ερχόμενες γενεές (όρος: εθνική αναξιότητα)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναξιότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)