Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναπαημός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπαημός οι αναπαημοί
      γενική του αναπαημού των αναπαημών
    αιτιατική τον αναπαημό τους αναπαημούς
     κλητική αναπαημέ αναπαημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπαημός < αναπαύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναπαημός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]