αναπαράσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπαράσταση | οι | αναπαραστάσεις |
γενική | της | αναπαράστασης* | των | αναπαραστάσεων |
αιτιατική | την | αναπαράσταση | τις | αναπαραστάσεις |
κλητική | αναπαράσταση | αναπαραστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαραστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαράσταση < ἀναπαράστασις στην καθαρεύουσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπαράσταση θηλυκό
- το ζωντάνεμα ενός σκηνικού, μιας σκηνής από το παρελθόν (με έμψυχα ή άψυχα στοιχεία) σε τρισδιάστατη απόδοση, σε πλαστική απεικόνιση
- αναπαράσταση των ανακτόρων της Κνωσσού σε μακέτα
- αναπαράσταση τής Αγίας Σοφίας προτού καταστραφεί
- η κατά εικασίες επανάληψη μιας εγκληματικής πράξης για να διερευνηθούν ακριβέστερα οι συνθήκες τέλεσης, να διευκολυνθεί η αναζήτηση του δράστη ή και να αποκλεισθεί η ομολογία ενός ατόμου που παραδόθηκε ως δράστης χωρίς να έχει διαπράξει αυτός το έγκλημα
- αναπαράσταση εγκλήματος
- η εικαστική απεικόνιση γεγονότος από το παρελθόν ή προσώπου
- οι μουσουλμάνοι δεν δέχονται τις αναπαραστάσεις αγίων
- ισπανικά : representación (es)
- ιταλικά : raffigurazione (it)
- ουγγρικά : ábrázolás (hu)
- πολωνικά : odtworzenie (pl)
- πορτογαλικά : representação (pt)
|}