αναπαραδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαραδιάρης < ανάποδος ή αναποδιά + -άρης, ή από τη μεσαιωνική ελληνική ἀναποδιασμένος (με αλλόκοτη εμφάνιση)
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναπαραδιάρης | η | αναπαραδιάρα | το | αναπαραδιάρικο |
γενική | του | αναπαραδιάρη | της | αναπαραδιάρας | του | αναπαραδιάρικου |
αιτιατική | τον | αναπαραδιάρη | την | αναπαραδιάρα | το | αναπαραδιάρικο |
κλητική | αναπαραδιάρη | αναπαραδιάρα | αναπαραδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναπαραδιάρηδες | οι | αναπαραδιάρες | τα | αναπαραδιάρικα |
γενική | των | αναπαραδιάρηδων | — | των | αναπαραδιάρικων | |
αιτιατική | τους | αναπαραδιάρηδες | τις | αναπαραδιάρες | τα | αναπαραδιάρικα |
κλητική | αναπαραδιάρηδες | αναπαραδιάρες | αναπαραδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
αναπαραδιάρης -α -ικο
- που ζηλεύει τους άλλους
- ο γρουσούζης, που φέρνει αναποδιές
- ο δύστροπος, που γρινιάζει αφόρητα με περισσότερα από όσα θεωρεί λογικά η πλειοψηφία, που όλα τον πειράζουν, με τίποτα δεν μένει ευχαριστημένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπαραδιάρης αρσενικό και αναποδιάρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαραδιάρης
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)