αναπαραστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαραστατικός < αναπαράσταση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπαραστατικός
- που έχει σχέση με αναπαράσταση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναπαραστατικά
- → δείτε τις λέξεις αναπαράσταση, ανά και παριστάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαραστατικός