αναπαυτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπαυτικά < αναπαυτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

αναπαυτικά

  • με τρόπο άνετο, βολικό, (κυρίως για τρόπο που κάποιος κάθεται)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναπαυτικά