αναπαυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπαυτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπαυ(σ)τικός, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική comfortable ή από τη γαλλική confortable [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.pa.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐παυ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναπαυτικός
- που προσφέρεται για ανάπαυση (κυρίως για άνετα, βολικά, μαλακά καθίσματα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αναπαύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αναπαυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)