αναπαύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.naˈpa.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐παύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπαύομαι, π.αόρ.: αναπαύτηκα/αναπαύθηκα, μτχ.π.π.: αναπαυμένος/(αναπαμένος), (ενεργ.: αναπαύω)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]