αναπεπταμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπεπταμένος < αρχαία ελληνική ἀναπεπταμένος, μετοχή παρακειμένου του ρήματος ἀναπετάννυμι (σήμαινε ανοίγω, απλώνω)
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπεπταμένος
- ανοιχτός, ανοιγμένος, εκτεταμένος (όρος που χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια, κυρίως στην ιστιοπλοΐα, στην γεωγραφία, στη στρατιωτική ορολογία και στην αεροπλοΐα)
- αναπεπταμένα ιστία (ανοιχτά πανιά σε ιστιοφόρο)
- αναπεπταμένο πεδίο, αναπεπταμένο έδαφος (περιοχή ανοιχτή, μεγάλη πεδιάδα, που απαιτούσε ειδικούς ελιγμούς στις μάχες των περασμένων αιώνων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπεπταμένος