αναπηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπηρία < ἀνάπηρος → δείτε και το αρχαίο πηρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.piˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πη‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπηρία θηλυκό
- έλλειψη αρτιμέλειας, έλλειψη πλήρους λειτουργικότητας κάποιων οργάνων ή μελών του σώματος (άκρων, εγκεφάλου κ.λπ.)
- ↪ σύνταξη αναπηρίας
- ≈ συνώνυμα: σακατιλίκι
- ≠ αντώνυμα: αρτιμέλεια
- (μεταφορικά) δυσλειτουργία, ανεπάρκεια ή κακή κατάσταση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ανάπηρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αναπηρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αναπηρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αναπηρία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)