αναπιάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπιάνω < (ελληνιστική κοινήἀναπιέζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπιάνω

  1. πιάνω, παίρνω, κρατώ
  2. αρχίζω
  3. (ανα)ζυμώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]