αναπιάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπιάνω < (ελληνιστική κοινή) ἀναπιέζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπιάνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπιάνω | ανάπιανα | θα αναπιάνω | να αναπιάνω | αναπιάνοντας | |
β' ενικ. | αναπιάνεις | ανάπιανες | θα αναπιάνεις | να αναπιάνεις | ανάπιανε | |
γ' ενικ. | αναπιάνει | ανάπιανε | θα αναπιάνει | να αναπιάνει | ||
α' πληθ. | αναπιάνουμε | αναπιάναμε | θα αναπιάνουμε | να αναπιάνουμε | ||
β' πληθ. | αναπιάνετε | αναπιάνατε | θα αναπιάνετε | να αναπιάνετε | αναπιάνετε | |
γ' πληθ. | αναπιάνουν(ε) | ανάπιαναν αναπιάναν(ε) |
θα αναπιάνουν(ε) | να αναπιάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάπιασα | θα αναπιάσω | να αναπιάσω | αναπιάσει | ||
β' ενικ. | ανάπιασες | θα αναπιάσεις | να αναπιάσεις | ανάπιασε | ||
γ' ενικ. | ανάπιασε | θα αναπιάσει | να αναπιάσει | |||
α' πληθ. | αναπιάσαμε | θα αναπιάσουμε | να αναπιάσουμε | |||
β' πληθ. | αναπιάσατε | θα αναπιάσετε | να αναπιάσετε | αναπιάστε | ||
γ' πληθ. | ανάπιασαν αναπιάσαν(ε) |
θα αναπιάσουν(ε) | να αναπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπιάσει | είχα αναπιάσει | θα έχω αναπιάσει | να έχω αναπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπιάσει | είχες αναπιάσει | θα έχεις αναπιάσει | να έχεις αναπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπιάσει | είχε αναπιάσει | θα έχει αναπιάσει | να έχει αναπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπιάσει | είχαμε αναπιάσει | θα έχουμε αναπιάσει | να έχουμε αναπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπιάσει | είχατε αναπιάσει | θα έχετε αναπιάσει | να έχετε αναπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπιάσει | είχαν αναπιάσει | θα έχουν αναπιάσει | να έχουν αναπιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπιάνομαι | αναπιανόμουν(α) | θα αναπιάνομαι | να αναπιάνομαι | ||
β' ενικ. | αναπιάνεσαι | αναπιανόσουν(α) | θα αναπιάνεσαι | να αναπιάνεσαι | (αναπιάνου) | |
γ' ενικ. | αναπιάνεται | αναπιανόταν(ε) | θα αναπιάνεται | να αναπιάνεται | ||
α' πληθ. | αναπιανόμαστε | αναπιανόμαστε αναπιανόμασταν |
θα αναπιανόμαστε | να αναπιανόμαστε | ||
β' πληθ. | αναπιάνεστε | αναπιανόσαστε αναπιανόσασταν |
θα αναπιάνεστε | να αναπιάνεστε | (αναπιάνεστε) | |
γ' πληθ. | αναπιάνονται | αναπιάνονταν αναπιανόντουσαν |
θα αναπιάνονται | να αναπιάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπιάστηκα | θα αναπιαστώ | να αναπιαστώ | αναπιαστεί | ||
β' ενικ. | αναπιάστηκες | θα αναπιαστείς | να αναπιαστείς | αναπιάσου | ||
γ' ενικ. | αναπιάστηκε | θα αναπιαστεί | να αναπιαστεί | |||
α' πληθ. | αναπιαστήκαμε | θα αναπιαστούμε | να αναπιαστούμε | |||
β' πληθ. | αναπιαστήκατε | θα αναπιαστείτε | να αναπιαστείτε | αναπιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αναπιάστηκαν αναπιαστήκαν(ε) |
θα αναπιαστούν(ε) | να αναπιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπιαστεί | είχα αναπιαστεί | θα έχω αναπιαστεί | να έχω αναπιαστεί | αναπιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναπιαστεί | είχες αναπιαστεί | θα έχεις αναπιαστεί | να έχεις αναπιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπιαστεί | είχε αναπιαστεί | θα έχει αναπιαστεί | να έχει αναπιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπιαστεί | είχαμε αναπιαστεί | θα έχουμε αναπιαστεί | να έχουμε αναπιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπιαστεί | είχατε αναπιαστεί | θα έχετε αναπιαστεί | να έχετε αναπιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπιαστεί | είχαν αναπιαστεί | θα έχουν αναπιαστεί | να έχουν αναπιαστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπιάνω
|