αναπλήρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπλήρωμα < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωμα < ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ < πληρόω / πληρῶ < πλήρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπλήρωμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του αναπλήρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπλήρωμα
|