Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναπληρώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπληρώνω < αρχαία ελληνική αναπληρόω -ῶ(γεμίζω ξανά)

αναπληρώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]