αναπνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπνέω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀναπνέω[1] < ἀνά + πνέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈpne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πνέ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπνέω
- προσλαμβάνω οξυγόνο από το περιβάλλον μου
- ↪ ο άνθρωπος αναπνέει με τα πνευμόνια του
- (μεταφορικά) ανακουφίζομαι αφού φεύγει ένα ψυχικό βάρος
- ↪ βρήκα δουλειά με καλύτερη πληρωμή και αναπνεύσαμε λιγάκι οικονομικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπνέω
[επεξεργασία]
- ↑ «αναπνέω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.