αναπνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπνέω < αρχαία ελληνική ἀναπνέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ˈpnɛ.ɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπνέω
- προσλαμβάνω οξυγόνο από το περιβάλλον μου
- Ο άνθρωπος αναπνέι με τα πνευμόνια του.