αναπνευστήρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπνευστήρας < άναπνευστήρ, λόγια λέξη που δημιούργησε η καθαρεύουσα για να αποδώσει τη γαλλική respirateur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπνευστήρας αρσενικό
- απλός σωλήνας με ανατομικό σχήμα που έχει άκρο (συχνά από σιλικόνη) το οποίο εφαρμόζει στο στόμα ενώ το άλλο του άκρο εξέχει από το νερό
- σωλήνας με ανατομικό σχήμα, με το ένα άκρο του να εφαρμόζει στο στόμα και το άλλο στη φιάλη οξυγόνου
- ειδική συσκευή για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής σε αναπνευστικά περιστατικά στα νοσοκομεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπνευστήρας