αναποκατάστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναποκατάστατος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀναποκατάστατος. Με αν- στερητικό για το σχηματισμό του αντώνυμου του αποκατεστημένος, για να υπάρχει το αντίθετο του ἀποκατασθείς και της ἀποκατασταθείσης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.po.kaˈta.sta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πο‐κα‐τά‐στα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναποκατάστατος, -η, -ο
- που δεν έχει δικαιωθεί ηθικά
- που δεν έχει λύσει το οικονομικό, επαγγελματικό του πρόβλημα
- ※ Όσο είναι κανείς νέος, αναποκατάστατος ακόμη, είναι ανήσυχος για το μέλλον. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
- (παρωχημένο) που δεν έχει παντρευτεί, δεν έχει αποκατασταθεί οικονομικά (για ανύπαντρες γυναίκες που μπορούσαν τον περασμένο αιώνα να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και της κοινωνικής αποδοχής μόνον ή κυρίως με το γάμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναποκατάστατος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αναποκατάστατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)