αναπολούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπολούμενος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναπολώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπολούμενος
|