αναποφάσιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναποφάσιστος < αν- (α- στερητικό) + (αποφασίζω) αποφασισ- + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indécis, irrésolu[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.poˈfa.si.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πο‐φά‐σι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναποφάσιστος
- ο μη αποφασιστικός, ο διστακτικός, που δεν μπορεί να επιλέξει και αντιμετωπίζει δίλημμα, που μένει μετέωρος, ίσως άπραγος, παθητικός
- ※ "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη αποφασίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναποφάσιστος
- ↑ αναποφάσιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)