αναπροσανατολίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπροσανατολίζω < ανα- + προσανατολίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorient)
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπροσανατολίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπροσανατολίζω | αναπροσανατόλιζα | θα αναπροσανατολίζω | να αναπροσανατολίζω | αναπροσανατολίζοντας | |
β' ενικ. | αναπροσανατολίζεις | αναπροσανατόλιζες | θα αναπροσανατολίζεις | να αναπροσανατολίζεις | αναπροσανατόλιζε | |
γ' ενικ. | αναπροσανατολίζει | αναπροσανατόλιζε | θα αναπροσανατολίζει | να αναπροσανατολίζει | ||
α' πληθ. | αναπροσανατολίζουμε | αναπροσανατολίζαμε | θα αναπροσανατολίζουμε | να αναπροσανατολίζουμε | ||
β' πληθ. | αναπροσανατολίζετε | αναπροσανατολίζατε | θα αναπροσανατολίζετε | να αναπροσανατολίζετε | αναπροσανατολίζετε | |
γ' πληθ. | αναπροσανατολίζουν(ε) | αναπροσανατόλιζαν αναπροσανατολίζαν(ε) |
θα αναπροσανατολίζουν(ε) | να αναπροσανατολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπροσανατόλισα | θα αναπροσανατολίσω | να αναπροσανατολίσω | αναπροσανατολίσει | ||
β' ενικ. | αναπροσανατόλισες | θα αναπροσανατολίσεις | να αναπροσανατολίσεις | αναπροσανατόλισε | ||
γ' ενικ. | αναπροσανατόλισε | θα αναπροσανατολίσει | να αναπροσανατολίσει | |||
α' πληθ. | αναπροσανατολίσαμε | θα αναπροσανατολίσουμε | να αναπροσανατολίσουμε | |||
β' πληθ. | αναπροσανατολίσατε | θα αναπροσανατολίσετε | να αναπροσανατολίσετε | αναπροσανατολίστε | ||
γ' πληθ. | αναπροσανατόλισαν αναπροσανατολίσαν(ε) |
θα αναπροσανατολίσουν(ε) | να αναπροσανατολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπροσανατολίσει | είχα αναπροσανατολίσει | θα έχω αναπροσανατολίσει | να έχω αναπροσανατολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπροσανατολίσει | είχες αναπροσανατολίσει | θα έχεις αναπροσανατολίσει | να έχεις αναπροσανατολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπροσανατολίσει | είχε αναπροσανατολίσει | θα έχει αναπροσανατολίσει | να έχει αναπροσανατολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπροσανατολίσει | είχαμε αναπροσανατολίσει | θα έχουμε αναπροσανατολίσει | να έχουμε αναπροσανατολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπροσανατολίσει | είχατε αναπροσανατολίσει | θα έχετε αναπροσανατολίσει | να έχετε αναπροσανατολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπροσανατολίσει | είχαν αναπροσανατολίσει | θα έχουν αναπροσανατολίσει | να έχουν αναπροσανατολίσει |
|
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανά, προσανατολίζω και ανατολή