αναπροσανατολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπροσανατολίζω < ανα- + προσανατολίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorient)

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπροσανατολίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]