αναπροσαρμογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αναπροσαρμογή | αναπροσαρμογές |
γενική | αναπροσαρμογής | αναπροσαρμογών |
αιτιατική | αναπροσαρμογή | αναπροσαρμογές |
κλητική | αναπροσαρμογή | αναπροσαρμογές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπροσαρμογή < αναπροσαρμόζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπροσαρμογή θηλυκό (δόκιμος ο ενικός)
- η εκ νέου προσαρμογή σε νέες συνθήκες (ανθρώπου, φυτού, θεσμών, τιμαρίθμου κ.λπ.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αναδιοργάνωση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπροσαρμογή