αναπροσαρτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπροσαρτώ < ανα- + προσαρτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναπροσαρτώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]