αναπρόσληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπρόσληψη < αναπροσλαμβάνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπρόσληψη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναπροσλαμβάνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπρόσληψη
|