αναπτυξιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αναπτυξιακά < αναπτυξιακός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναπτυξιακά
- με τρόπο σχετικό με την ανάπτυξη, υπό το πρίσμα της ανάπτυξης
- Εξέτασαν την κατάσταση της χώρας καθαρά αναπτυξιακά και σχεδίασαν ανάλογα, χωρίς να συνυπολογίσουν το ανθρώπινο κόστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπτυξιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναπτυξιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναπτυξιακό