αναπτυξιακός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπτυξιακός < ανάπτυξη
Επίθετο
[επεξεργασία]αναπτυξιακός
- εκείνος που βοηθά στην ανάπτυξη, την προάγει σε διάφορους τομείς
- αναπτυξιακό πρόγραμμα
- ο σχετικός με την ανάτυξη, τη μελέτη της
- αναπτυξιακή ψυχολογία (για παιδιά και εφήβους)
- αναπτυξιακά προβλήματα βρεφών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπτυξιακός
|