αναπτυσσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ptiˈso.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πτυσ‐σό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπτυσσόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (αναπτύσσομαι) του ρήματος αναπτύσσω
- που αναπτύσσεται, αυξάνει σωματικά ή υλικά
- ↪ αναπτυσσόμενα φυτά, αναπτυσσόμενος οργανισμός
- που αυξάνει δραστηριότητα, παραγωγικότητα, που βρίσκεται ακόμα σε φάση ανάπτυξης, συχνά σε αντιδαστολή προς τον ανεπτυγμένο που έχει πιο προοδευμένη βιομηχανία
- ↪ ο αναπτυσσόμενος κόσμος, η αναπτυσσόμενη βιομηχανία
- που αναπτύσσεται, αυξάνει σωματικά ή υλικά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπτυσσόμενος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αναπτυσσόμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)