αναπτύξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναπτύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπτύσσω
- θα αναπτύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπτύσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αναπτύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάπτυξη