αναπτύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναπτύσσω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπτύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπτύσσω < ἀνά + πτύσσω (διπλώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική développer [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.naˈpti.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐πτύσ‐σω

αναπτύσσω, αόρ.: ανέπτυξα, παθ.φωνή: αναπτύσσομαι, π.αόρ.: αναπτύχθηκα, μτχ.π.π.: ανεπτυγμένος/αναπτυγμένος

  1. απλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω μια κατασκευή
    ⮡  Οι δυνάμεις του εχθρού αναπτύχθηκαν σε όλο το εύρος του μετώπου.
    ⮡  Οι επιφάνειες του κύβου ή της πυραμίδας αναπτύσσονται στο επίπεδο, αλλά της σφαίρας όχι, και γι' αυτό το λόγο οι χάρτες δεν είναι ποτέ απολύτως ακριβείς.
  2. αυξάνω, μεγαλώνω, επεκτείνω
    ⮡  η οικονομία αναπτύσσεται
    ⮡  Θέλω να επεκταθώ, αλλά για να αναπτυχθεί η επιχείρηση χρειάζονται κεφάλαια.
  3. αυξάνω σωματικά
    ⮡  το παιδί πρέπει να τρώει καλά γιατί αναπτύσσεται
  4. εξελίσσω πνευματικά ή ψυχικά, προάγω
    ⮡  Ο άνθρωπος χρειάζεται εμπειρίες για να αναπτυχθεί ο εγκέφαλος και οι ικανότητές του.
  5. παρουσιάζω ένα θέμα εξηγώντας τα βασικά του στοιχεία
    ⮡  το θέμα δεν αναπτύχθηκε σωστά
  6. αυξάνω
    ⮡  Το ΙΧ των ληστών ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
  7. δημιουργώ, σχηματίζω
    ⮡  ανάμεσά τους αναπτύχθηκε γρήγορα μια τρυφερή σχέση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]