αναπόδεικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπόδεικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπόδεικτος. Μορφολογικά αναλύεται σε, αν- (στερητικό α-) + αποδεικ- (απο- + δείκνυμι) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈpo.ði.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πό‐δει‐κτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπόδεικτος
- που δεν μπορεί να αποδειχθεί, δεν στάθηκε δυνατόν να τεκμηριωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις απόδειξη και αποδεικνύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπόδεικτος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)