Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναπόφευκτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναπόφευκτο τα αναπόφευκτα
      γενική του αναπόφευκτου των αναπόφευκτων
    αιτιατική το αναπόφευκτο τα αναπόφευκτα
     κλητική αναπόφευκτο αναπόφευκτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπόφευκτο < ουδέτερο του αναπόφευκτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναπόφευκτο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]