αναρμόδια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναρμόδια < αναρμοδίως

Επίρρημα[επεξεργασία]

αναρμόδια

Ο συνάδελφος δέχθηκε άνανδρη επίθεση, όταν προσπάθησε να αποτυπώσει με την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου τη σύλληψη ενός Σομαλού μετανάστη αυθαίρετα και αναρμόδια, από έξι άνδρες της Δημοτικής Αστυνομίας, οι οποίοι προσπαθούσαν να του βάλουν χειροπέδες (ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ 8/6/12 για προπηλακισμό δημοσιογράφου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναρμόδια