αναρμόδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρμόδιος < αρχαία ελληνική ἀναρμόδιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.naɾˈmo.ði.os/
Επίθετο
[επεξεργασία]αναρμόδιος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρμόδιος