αναρριχώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρριχώμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναρριχώμενος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ɾiˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναρ‐ρι‐χώ‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναρριχώμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αναρριχώμαι: που αναρριχάται
- ↪ Φύτεψα μια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, έξω απ' το παράθυρό σου.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρριχώμενος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)