αναρροφητικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αναρροφητικός, -ή, -ό
- που αναρροφά ή χρησιμεύει στην αναρρόφηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναρροφητικά
- → δείτε τις λέξεις αναρροφώ και ρουφώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρροφητικός
|