αναρρούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρρούσα < αρχαία ελληνική ἀναρρέουσα < ἀναρρέω < ἀνά + ῥέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρρούσα θηλυκό
- η (ορμητική) επιστροφή του κυματισμού προς τα πίσω
- δίνη, περιδίνηση, ρουφήχτρα
- ανεμοστρόβιλος (στη θάλασσα)
- (κατ’ επέκταση) γοργόνα, νεράιδα, ξωτικό